- λαχανηφόρος
- λαχανηφόροςbearingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαχανηφόρος — και λαχανοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που μεταφέρει λάχανα («λαχανηφόροι ἄνδρες», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + φόρος (< φέρω). Το συνδ. φωνήεν η τού τ. λαχανηφόρος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς άλλα σύνθ. με β συνθετικό ηφόρος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λαχανηφόρον — λαχανηφόρος bearing masc/fem acc sg λαχανηφόρος bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανηφόροι — λαχανηφόρος bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λαχανοφόρος — λαχανοφόρος, ον (Α) βλ. λαχανηφόρος … Dictionary of Greek